- Μουσείο Κεραμεικού
- Βρίσκεται στα αριστερά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού (Ερμού 148, Αθήνα), χτίστηκε το 1937, με δωρεά του Γερμανού βιομήχανου Gustav Oberlander, και επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1960. Στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών που διενεργήθηκαν μετά την ανέγερσή του. Τα παλαιότερα ευρήματα είχαν μεταφερθεί και παραμένουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Μέσα από τα εκθέματα του μικρού αλλά σημαντικού αυτού μουσείου ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει όχι μόνο την εξέλιξη ενός ολόκληρου κλάδου της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που αντιπροσωπεύουν τα επιτύμβια μνημεία, αλλά και την εξέλιξη της αττικής κεραμικής από τον 11ο αι. π.Χ. μέχρι και τους πρώτους αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού και τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Λόγω έλλειψης γραπτών μαρτυριών για τη ζωή στην Αθήνα κατά τους πρώτους χρόνους κατοίκησής της, αυτές οι δύο κατηγορίες ευρημάτων αποτελούν τους μοναδικούς μάρτυρες της πνευματικής δραστηριότητας των κατοίκων της.
Ταυτόχρονα, η περιήγησή σας στον όμορφα διαμορφωμένο σήμερα αρχαιολογικό χώρο γύρω από το μουσείο θα σας δώσει τη δυνατότητα να δείτε και μερικά άλλα επιτύμβια μνημεία, τα οποία έχουν παραμείνει στην αρχική τους θέση, και να επισκεφθείτε το νευραλγικό σημείο της αρχαίας Αθήνας, όπου υπήρχαν δύο είσοδοι στην πόλη, το Δίπυλο και η Ιερά Πύλη, και η αφετηρία τριών από τις σημαντικότερες οδούς.
Aπό την Iερά Πύλη ξεκινούσε η οδός, την οποία ακολουθούσε η πομπή των Mυστηρίων προς το ναό της θεάς Δήμητρας στην Eλευσίνα. Σε απόσταση 70 μέτρων από την πύλη ο δρόμος διακλαδιζόταν και το δεξί τμήμα του, η Iερά Oδός, συνέχιζε προς την Eλευσίνα, ενώ το αριστερό τμήμα οδηγούσε προς τον Πειραιά. Στις πλευρές της οδού που ξεκινά από την Iερά Πύλη, καθώς και στις πλευρές των δύο διακλαδώσεών της, είχαν στηθεί μερικά από τα λαμπρότερα οικογενειακά επιτύμβια μνημεία του 4ου αι. π.X.
H τρίτη οδός οδηγούσε στην Aκαδημία του Πλάτωνα, που βρισκόταν σε απόσταση 1,5 χλμ. από τα τείχη. Στις δύο πλευρές αυτής της οδού είχαν ταφεί στρατιώτες, ευεργέτες της πόλης και δημόσιοι άντρες, μεταξύ των οποίων πιθανόν ο Περικλής και ο Kλεισθένης (Δημόσιο Σήμα). Mέσα από τα τείχη, ξεκινώντας από το Δίπυλο, ήταν η οδός της πομπής των Παναθηναίων που κατέληγε στην Aκρόπολη.
Η χρονολογική έκθεση των ευρημάτων αρχίζει με τις αριθμημένες προθήκες στα δεξιά της εισόδου στη δεύτερη αίθουσα του μουσείου, που βρίσκεται ευθεία από την κεντρική είσοδο και στην οποία θα φτάσετε αν παρακάμψετε την πρώτη αίθουσα με τα επιτύμβια μνημεία.
Σε αυτή την αίθουσα έχετε τη δυνατότητα να θαυμάσετε μερικά πολύ όμορφα και σημαντικά δείγματα της αρχαίας κεραμικής, τα οποία χρονολογούνται από το 12ο έως τον 7ο αι. π.Χ. Μεταξύ των υπομυκηναϊκών, πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών κτερισμάτων αυτής της αίθουσας θα δείτε μεγάλους τεφροδόχους αμφορείς τύπου Διπύλου, μικροσκοπικά αγγεία και παιχνίδια από παιδικούς τάφους, χρυσά κοσμήματα, κοσμηματοθήκες (πυξίδες) που στο κάλυμμά τους έχουν πήλινα μικρά άλογα, έναν τεφροδόχο αμφορέα με περιελιγμένο στο λαιμό του το σιδερένιο ξίφος του πολεμιστή του οποίου περιείχε τη στάχτη, και πολλά γυναικεία λατρευτικά ειδώλια.
Την ιδιαίτερη προσοχή σας αξίζει η πήλινη έγχρωμη σφίγγα της προθήκης 45, η οποία είναι ένα από τα ομορφότερα δείγματα αρχαϊκής αττικής τέχνης (680 π.Χ.) και χρησίμευε ως θυμιατήρι. Ένας αμφορέας ύψους ενός μέτρου του λεγόμενου ζωγράφου του Πειραιώς, του 620 π.Χ., με απεικόνιση Σειρήνας ανάμεσα σε ιππείς, βρίσκεται πριν την είσοδο, στη μακρόστενη τρίτη αίθουσα του μουσείου. Αμφορείς τέτοιου τύπου τοποθετούνταν συνήθως επάνω στους μικρούς τύμβους που σχηματίζονταν πάνω από τους τάφους και αποτελούν τον πρόδρομο των επιτύμβιων στηλών, οι οποίες τους αντικατέστησαν με τη σειρά τους μερικά χρόνια αργότερα. Εξέλιξη των αρχικών επιτύμβιων στηλών αποτελούν τα μνημειώδη ταφικά μνημεία τα οποία υπάρχουν στην πρώτη αίθουσα του μουσείου, στο στεγασμένο αίθριο αριστερά της εισόδου και στον αρχαιολογικό χώρο.
Στις προθήκες της τρίτης αίθουσας εκτίθενται περίτεχνα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία του 7ου, 6ου και 5ου αι. π.Χ. Μεταξύ αυτών μια σημαντική συλλογή μελανόμορφων ληκύθων με μυθικές παραστάσεις από παιδικό τάφο στην προθήκη 24, αλάβαστρα με ερυθρόμορφες παραστάσεις, μια μεγάλη υδρία λουτροφόρος με ειδώλια θρηνωδών στο χείλος της και ένα αγγείο με τετράγωνη βάση, στις πλευρές του οποίου στέκονται μαυροντυμένες θρηνωδοί, στην προθήκη 20.
Στην τέταρτη αίθουσα εκτίθενται τα ευρήματα που χρονολογικά τοποθετούνται στην περίοδο από την κλασική εποχή μέχρι και την πρώτη καταστροφή από τον Ρωμαίο Σύλλα το 86 π.Χ. και τη λεηλασία της Αθήνας από τους εγκατεστημένους στη Bόρεια Γερμανία Γότθους Ερούλους το 267 μ.Χ. Εδώ αξίζει να προσέξετε, στην προθήκη 32, την ερυθρόμορφη οινοχόη του ζωγράφου Αίσωνος, με παράσταση της Αμυμώνης περικυκλωμένης από τέσσερις σταυρούς, και την υδρία του ζωγράφου του Μειδία, με παράσταση της Ελένης ανάμεσα στις αδερφές της. Στην προθήκη 33 υπάρχει το σπάνιο εύρημα μιας ωοειδούς μολύβδινης θήκης που περιέχει μια κούκλα με δεμένα άκρα και στο εσωτερικό της χαραγμένα τα ονόματα ατόμων τα οποία είχε καταραστεί αυτός που τα έγραψε. Δίπλα σε αυτή τη θήκη υπάρχει μια άλλη κατάρα χαραγμένη σε σιδερένιο έλασμα. Από τα υπόλοιπα ευρήματα που εκτίθενται αξίζει να δείτε ακόμη τις μελανόμορφες μικρές υδρίες των προθηκών 23-26, το χρυσό στεφάνι μυρτιάς μαζί με το δαχτυλίδι της νεκρής Αθηναίας και ένα χρυσό νόμισμα (οβολός) που οι αρχαίοι τοποθετούσαν στο στόμα του νεκρού σαν κόμιστρο για το πέρασμά του στον Άδη.
Σχεδόν όλα τα γλυπτά που βρίσκονται στην τελευταία αίθουσα του μουσείου, όπως και πολλά άλλα που έχουν μεταφερθεί αλλού, είχαν ενσωματωθεί στα θεμέλια του τείχους που έχτισε ο Θεμιστοκλής το 478 π.Χ., μετά τη μάχη των Πλαταιών, με μεγάλη βιασύνη, για την άμυνα της Aθήνας λόγω της απειλής των Περσών, χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε διαθέσιμο υλικό. Μεταξύ αυτών υπάρχει μια επιτύμβια στήλη που φέρει ίχνη ζωγραφικής ενός νέου που κρατά στεφάνι, η βάση και ένα τμήμα ιππέως από τον τάφο του Ξενοφάντους, μια βάση κούρου από τον οποίο φαίνονται μόνο τα αποτυπώματα των ποδιών του, η περίφημη αρχαϊκή σφίγγα, η οποία αποτελούσε επίστεψη κάποιας επιτύμβιας στήλης που έχει χαθεί, η επιτάφια στήλη του όμορφου μα περίλυπου Εύφυρου, και η παλαιότερη σωζόμενη επιτάφια στήλη που απεικονίζει ένα γυμνό νέο που κρατά στο ένα χέρι του ξίφος και στο άλλο ένα δεκανίκι (βακτηρία) του 7ου αι. π.Χ.
Δεξιά της εισόδου έχει τοποθετηθεί το επάνω μέρος από έναν εγχάρακτο χάλκινο λέβητα, δύο μικρές επιτύμβιες στήλες, το περίφημο επιτύμβιο ανάγλυφο της Αμφαρέτης να κοιτάζει το παιδί της νεκρής κόρης της, και απέναντι από αυτό, το αριστούργημα του μουσείου, η μεγάλη επιτύμβια στήλη του Δεξίλεω, ενός πολεμιστή που έπεσε στη μάχη της Κορίνθου το 394 π.Χ. Αυτά τα δύο τελευταία εκθέματα χρονολογούνται την εποχή που η ταφική μνημειακή τέχνη είχε φτάσει στο απόγειό της, τον 4ο αι. π.Χ., λίγο πριν την απαγορεύσει το 310 π.Χ. ο Δημήτριος ο Φαληρέας, σε μία προσπάθειά του να μειώσει αυτά τα δείγματα «νεοπλουτισμού» των Αθηναίων.
Στο στεγασμένο υπόστεγο έξω από το μουσείο έχει τοποθετηθεί μια σειρά επιτύμβιων στηλών, μαρμάρινες επιτύμβιες λήκυθοι, και ένα τμήμα ψηφιδωτού με δύο λιοντάρια από την αίθουσα συνεστίασης του Πομπείου, του λαμπρότερου μνημείου του Κεραμεικού, το οποίο προοριζόταν κυρίως για την προετοιμασία της γιορτής των Παναθηναίων τον 4ο αι. π.Χ.
Μερική άποψη του κτιρίου που στεγάζει το Μουσείο Κεραμεικού.
Το ταφικό μνημείο της Δημήτριας και Παμφίλης, που βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμικού, κοντά στο ομώνυμο μουσείο.
Γενική άποψη της δεύτερη αίθουσας στο Μουσείο του Κεραμεικού, στην οποία εκτίθενται αντικείμενα αρχαίας κεραμικής τέχνης.
Γενική άποψη της τέταρτης αίθουσας, στο Μουσείο του Κεραμεικού.
Γενική άποψη της πρώτης αίθουσας, στο Μουσείο του Κεραμεικού? αριστερά διακρίνεται παλαιότερη σωζόμενη επιτάφια στήλη (7ος αι. π.Χ.) που απεικονίζει ένα γυμνό νέο, ο οποίος κρατά στο ένα χέρι ξίφος και στο άλλο ένα δεκανίκι.
Dictionary of Greek. 2013.